περιπλομένων

περιπλομένων
περιπέλομαι
move round
pres part mid fem gen pl (epic)
περιπέλομαι
move round
pres part mid masc/neut gen pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • περιπέλομαι — Α 1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.) 2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω 3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέλομαι «βρίσκομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”